- μετεξέταση
- ηη επανάληψη εξέτασης ύστερα από ένα χρονικό διάστημα, η επανεξέταση: Οι καθηγητές του τον παράπεμψαν για μετεξέταση το φθινόπωρο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μετεξέταση — η η εκ νέου εξέταση μετά την πάροδο χρονικού διαστήματος, επανεξέταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + εξέταση. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Ιω. Αργυριάδη] … Dictionary of Greek
μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… … Dictionary of Greek